- καταριγηλός
- καταριγηλός, -ή, -όν (Α)αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥιγηλός (< ῥῖγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταριγηλά — καταρῑγηλά , καταριγηλός making neut nom/voc/acc pl καταρῑγηλά̱ , καταριγηλός making fem nom/voc/acc dual καταρῑγηλά̱ , καταριγηλός making fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek